πράγματι και στην ποίηση όπως και στην αγάπη
πολλά κοινά συνάντησα, μα ένα μ’ έχει γδάρει
που η προδοσία καρτερεί κρυμμένη στο ντουλάπι
των αισθημάτων που ένιωσε η Ελένη για τον Πάρι
πολλά κοινά συνάντησα, μα ένα μ’ έχει γδάρει
που η προδοσία καρτερεί κρυμμένη στο ντουλάπι
των αισθημάτων που ένιωσε η Ελένη για τον Πάρι
γι’ αυτό δεν γράφω ποιήματα μα ούτε σταυρούς καρφώνω
να μην προδώσω την ψυχή του καθενός που ψάχνει
και μόνο όταν το ούτι μου καμιά φορά γραπώνω
νιώθω παιδί του μηδενός ιστού που υφαίνει-η-αράχνη
και μόνο όταν το ούτι μου καμιά φορά γραπώνω
νιώθω παιδί του μηδενός ιστού που υφαίνει-η-αράχνη
της ποίησης της πεθυμιάς του άτοπου του τόπου
του χρόνου του ανυπόφορου και του παλιού του τρόπου
Όμως, φοβάμαι πως αυτό είναι δευτερεύον.
Οι στίχοι, ένα αλλόφρον τάγμα εκστρατεύον,
ράβουν μπαλώματα.
Όπως τα λέει ο Νοσφεράτος, στα κουρέλια
γραφίδες κάνουν βελονιές, προσθέτουν ρέλια,
χαϊδεύουν πτώματα.
Που ζωντανεύουν απ’ τα στιχοχρώματα.
μόνον ετούτο θα σας πω για τη γλυκιά πατρίδα
σα δόλωμα μου φαίνεται – το μάτι σας γαρίδα
να το ‘χετε, ρε μάγκες μου, κότσους να μη μας πιάσουν
και νέες δόξες τάζουνε, μην πω τι να μας κλάσουν,
διότι η ανάπτυξις είναι του κεφαλαίου
που μας σερβίρει σκορδαλιά μα άνευ του γαλέου
οι στίχοι είναι νήματα και πιάνονται απ’ την άκρη
τα ποιήματα κοινότητες της κοινοκτημοσύνης
κι η καρακάξα του αδραχτιού είναι η συντονίστρια
μην πέσει δολιότητα, να δράσει εξαπίνης
οι στίχοι που συνέχισε ο φίλτατος παπούλης
βρήκαν ό,τι τους έλειπε για να σωθούν ως πρέπει
omnia sunt communia εδώ κι όλοι ας στιχιθούμε
γιατί ίσως να συνθέσουμε της εποχής τα έπη
μα έτσι κι αλλιώς της ποίησης αν είμαστε οι μύστες
εμείς θα διασκεδάσουμε κι ας φέρνουν τα έπη νύστες
η ποίηση έχει πείρα
και μέρα του μαρτιού
μας μίσεψε κι η φύρα
πορφύρα του ματιού
ελύτης και ελίτσες
και μέρα του μαρτιού
μας μίσεψε κι η φύρα
πορφύρα του ματιού
ελύτης και ελίτσες
σεφέρης και σφυριά
δρεπάνια στις κοιλίτσες
για όλη τη γκλαμουριά
αλί και τρισαλί μου
δρεπάνια στις κοιλίτσες
για όλη τη γκλαμουριά
αλί και τρισαλί μου
η ποίηση γιορτά
ζει κάτω απ’ το χαλί μου
κι η αγάπη ομερτά
ζει κάτω απ’ το χαλί μου
κι η αγάπη ομερτά
η Καρακάξα είναι τόπος χλοερός
και ανατάσεως τόπος εν τη γη
θυμών πηγή
του θυμικού, του ομόθυμου, του θου
τω στόματί μου τι
τι ψυχοντιντιτί
κι αν τα παιδιά ψεκάζουν σα να ρίχνουν ντιντιτί
κι αν με τη μπότα λιώνουν κάθε απρέ μιντί
την κάθε αντίσταση στου μέλλοντος τη μπότα
θα 'ρθει καιρός να τους αλλάξουμε τα φώτα
κι εδώ, απ’ της Καρακάξας το ηλεμετερίζι
σα να 'ταν γάμος και να ρίχναμε το ρύζι
λέξεις καυτές σαν τις μολότοφ θα πετάμε
σαν σκοπευτές ελεύθεροι γελάμε
μα μη μπερδεύουμε το πού, ούτε το πότε
οι στίχοι σαν στοιχειά στοιχειώνουνε κι η Λότε
η Λένια που του Μπρεχτ τους στίχους τραγουδούσε
κι αυτή νομίζω πως σ’ αυτό θα συμφωνούσε
αλόνζανφάν και χάστα σιέμπρε και αβάντι
το ψαροκόκκαλο πετάω στην κόλαση του Δάντη
αβάντι πόπολο, αβάντι Νόσφη Ερνέστο
ή καραγκιοζικώς αβάντι, ας πω, μαέστρο
κατά τα άλλα, στωικώς την άνοιξη μυρίζω
ναι, τη μυρίζω που έρχεται λουλουδιαστή, ναζιάρα
και όσο ακόμα θα βαστώ, πάντα χωρίς τσιγάρα,
θα μούρχεται να τρελλαθώ, που λέει και το άσμα
κι ας βλέπω ανάμεσα σε με και στη νεότη χάσμα
το δίδαγμα, λοιπόν παιδιά, αυτής της φλυαρίας
είναι πως τα σαγόνια του ακονίζει ο καρχαρίας
ο χρόνος ο ελεεινός, ο άτεγκτος, ο μόνος
αλήτης που δεν φαίνεται να τον γεράζει ο χρόνος
αν είναι το κρυφό σχολειό του γκύζη ακουαρέλα
και όλα τάλλα ψέματα σε μία πασαρέλα
στρατιωτών και μαθητών ενδόξου εθνοφανφάρας,
το 21 νάτανε που ‘λεγε κι ο νταλάρας,
και όλα τάλλα ψέματα σε μία πασαρέλα
στρατιωτών και μαθητών ενδόξου εθνοφανφάρας,
το 21 νάτανε που ‘λεγε κι ο νταλάρας,
της ιστορίας τον ειρμό βαριέμαι να συλλάβω:
ότι το μόνο που μπορώ με πλέρια βεβαιότη
είναι για το μενού να πω της παλιγγενεσίας
είναι για το μενού να πω της παλιγγενεσίας
με μπακαλιάρο σκορδαλιά και μπόλικο κρασάκι
θωρώ τη γαλανόλευκη που τύλαε τον κεντέρη
και λέω πατρίδα μου είναι κει ψηλάενα πεφταστέρι
θωρώ τη γαλανόλευκη που τύλαε τον κεντέρη
και λέω πατρίδα μου είναι κει ψηλάενα πεφταστέρι
πομπές και φρίκη:
πώς να χάψω τους νόμους
της κονομίας
της βουβαμάρας
στο κοτέτσι της πλήξης
της ανομίας
Πλέω με μια σχεδία από φελλό.
Είμαι το ψαροκόκκαλο επάνω στη σχεδία.
Ο γέρος, καθώς πνίγεται, απειλεί να με βυθίσει.
Το έργο, θάλεγε κανείς, μελό.
Άσε το βράχο τώρα να κυλίσει.
A-wop bop-a loo-mop, a-lop bam-boom!
Την δε τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς
Θα τα πούμε ευθέως, τετατέτ κι ανφάς.
Φτου και βγαίνω.
Μπουμ.
Ο γέρος, καθώς πνίγεται, απειλεί να με βυθίσει.
Το έργο, θάλεγε κανείς, μελό.
Άσε το βράχο τώρα να κυλίσει.
A-wop bop-a loo-mop, a-lop bam-boom!
Την δε τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς
Θα τα πούμε ευθέως, τετατέτ κι ανφάς.
Φτου και βγαίνω.
Μπουμ.
τρία πουλάκια κάθουνταν ποίματα ν’ απαγγείλουν
το ’να διαλέγει σολωμό, το δεύτερο σεφέρη
το τρίτο με τον κόκκινο λαιμό διαλέγει ρίτσο
το τρίτο με τον κόκκινο λαιμό διαλέγει ρίτσο
αρχίζουν την απαγγελιά, με στόμφο και τριγύρω
αδιάφορα περνούσανε τ’ άλλα πουλιά τους δάσους
και ξάφνου από μακριά, χάχανα και ξεκάρδια
αδιάφορα περνούσανε τ’ άλλα πουλιά τους δάσους
και ξάφνου από μακριά, χάχανα και ξεκάρδια
μια καρακάξα την κοιλιά κρατούσε από τα γέλια
γιατί ’χε κείνη ποιητές που ζουν και στιχουργούνε
και δεν κοιτούν το παρελθόν μόνο το μέλλον χτίζουν
όπως του κάμπου τα παιδιά τους πρόγονους κρεμούσαν
και πετσοκόβαν τους λαιμούς εχθρών μα και πιστώνε
έτσι και το ποιηταριό τούτης της καρακάξας
και πετσοκόβαν τους λαιμούς εχθρών μα και πιστώνε
έτσι και το ποιηταριό τούτης της καρακάξας
τώρα ρούφα τη μπαρούφα, ρούφα το μελάτο αυγό
κι αν οι στίχοι μου είναι μούφα, τα φυλάω για να βγω
μέτρησα ως το πενήντα, φτου και βγαίνω το λοιπόν
δένειναι μακριά τα -ήντα, μετά κρότων και ριπών
ξφενδονίζεταιν ο χρόνος, η εξουσία του στυγνή
μέφαγιο μπαμπάς ο κρόνος, μια μπουκιά κι αυτή στεγνή
σαυτή την ερημιά μία φωνή βοά
κάποιοι από μακριά λένε σιγά τα ωά
όμως θαμμένοι ζουν στην πιο βαθιά στοά
τους τρέφει η κυβερνίνη που εμέ δεν μαφορά
κι αν δίπλα σου περάσουν μυρίζουν καμφορά
για να σε προσελκύσουν σου κάνουν προσφορά
μα πώς να τη βαστάξεις τέτοιαν αποφορά;
ετούτο το παιχνίδισμα, το γέλιο – νεκροθάφτης
θα θάψει τους απέθαντους και θα τραντάξει θύρες
που στην κροστάνδη κάποτε όπου γέλασε ένας ναύτης
έμειναν χρόνια σφαλιστές σαν καθωσπρέπει χήρες
κι έτσι, Φουκουσίμα αγάπη μου…
θαρρείς πως τραγουδούν
φλιπ-φλοπ-φλάι-άι-ντοντ-κέαρ-ιφ-άι-ντάι
θαρρείς πως τραγουδούν
φλιπ-φλοπ-φλάι-άι-ντοντ-κέαρ-ιφ-άι-ντάι
η μνήμη – η λήθη
η αντίστιξη της ραδιενεργούς αλήθειας των χιρο-φουκου-σίμων
ή, θαρρείς πως τραγουδούν
ντοντ-κράι-φορ-μι-φουκουσίμα μα
της γιαπωνίας τ’ αγέρι
και της γιαπωνίας το κύμα
έφτασαν σ’ αυτά τα μέρη
σαν ακτινοβόλο μνήμα
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
στη Φουκουσίμα τώρα βρέχει μεταλλάξεις.
Στο Τόκιο ν’ αγαπηθούμε
στη λήθη που θα επιβάλλουν
λίγη η ζωή κι αυτή ξεφτίλα.
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
στη Φουκουσίμα τώρα βρέχει μεταλλάξεις.
Στο Τόκιο ν’ αγαπηθούμε
στη λήθη που θα επιβάλλουν
λίγη η ζωή κι αυτή ξεφτίλα.
μ’ ανοίγω το παράθυρο, έξω κοιτώ και βλέπω
την κίνηση, τα γιωταχί, το έαρ του φθινοπώρου
και λέγω, ασ’ τον αυτισμό – στο νεαυτό μου αν ρέπω
θε να γενώ συσσίτιο νοήματος απόρου
την κίνηση, τα γιωταχί, το έαρ του φθινοπώρου
και λέγω, ασ’ τον αυτισμό – στο νεαυτό μου αν ρέπω
θε να γενώ συσσίτιο νοήματος απόρου
δεν απορώ, δεν δύναμαι απάντηση να δώσω
στις απορίες που γεννά η οσμή η χωματένια
γι’ αυτό δεν θέλω ν’ απορώ, οι αισθήσεις προηγούνται
και προηγείται αυτών η οσμή στης μέρας τα ντουζένια
γι’ αυτό δεν θέλω ν’ απορώ, οι αισθήσεις προηγούνται
και προηγείται αυτών η οσμή στης μέρας τα ντουζένια
στο χάος κάνω μια βουτιά, ρίχνομαι στη φωθιά μου
που καίει μου τα σωθικά κι αφρίζει σα θηρίο
κι η στάχτη ένα πασπάλισμα που υφαίνει τα σκουτιά μου
να τα φορώ στης θάλασσας το χάιδεμα το κρύο
που καίει μου τα σωθικά κι αφρίζει σα θηρίο
κι η στάχτη ένα πασπάλισμα που υφαίνει τα σκουτιά μου
να τα φορώ στης θάλασσας το χάιδεμα το κρύο
το βλέπεις; παρανόησα, δεν ξέρω πια τι γράφω
κοίτα καιρό που διάλεξε ο χάρος να μ’ αφήσει
να τριγυρνώ αμέριμνος έξω από τον τάφο
χωρίς καμία δέσμευση ζωής να κάνω χρήση
το βλέπεις; πια ξιπάζομαι πως τη ζωή ορίζω
πως είν’ η αγάπη μπιστική καυχιέμαι ο παιχνιδιάρης
καλά μου το ‘πε είς φίλτατος πως ψυχιάτρου χρήζω
αφού άξαφνα βρε αληταρά θα ‘ρθεις να μου τις πάρεις
μα όσοι στο θέατρο τα δουν έχουν ζωή ευνούχα
στο θέατρο της εκκλησιάς που αναπαρισταίνουν
το θάνατο του ιησού κι απέ τον ανασταίνουν
η ανάσταση νάναι καλή, καλό και το σφαχτάρι
και, όπως συνηθίζεται, να πω χωρίς τα βάρη
που έφερε τούτη η εποχή σε μας τους κουτεντέδες
που αστόχως ενομίσαμε πως πάντοτε μεζέδες
θα τρώμε και θα πίνουμε σε βάρος άλλων πάντα
που ζούνε στην ανατολή και όχι στο ελλάντα
όσο αυτό συνέβαινε, καμία δυσφορία
δεν ενθυμούμαι, ειλικρινή, καμία φασαρία
και, όπως συνηθίζεται, να πω χωρίς τα βάρη
που έφερε τούτη η εποχή σε μας τους κουτεντέδες
που αστόχως ενομίσαμε πως πάντοτε μεζέδες
θα τρώμε και θα πίνουμε σε βάρος άλλων πάντα
που ζούνε στην ανατολή και όχι στο ελλάντα
όσο αυτό συνέβαινε, καμία δυσφορία
δεν ενθυμούμαι, ειλικρινή, καμία φασαρία
μόνο θεωρητικώς, θαρρώ, να διαμαρτυρηθούμε
είχαμε όλοι αρκεστεί, για να διατηρούμε
τη διαφορά απ’ όσους δεν σκαμπάζουν τι συμβαίνει,
μαθές, κοκορευόμασταν, γνωστή μας η ελένη,
το αδειανό πουκάμισο της ψωροθεωρίας
της κατά τ’ άλλα συνεπούς αριστερής μωρίας.
είχαμε όλοι αρκεστεί, για να διατηρούμε
τη διαφορά απ’ όσους δεν σκαμπάζουν τι συμβαίνει,
μαθές, κοκορευόμασταν, γνωστή μας η ελένη,
το αδειανό πουκάμισο της ψωροθεωρίας
της κατά τ’ άλλα συνεπούς αριστερής μωρίας.
μια κότα που κακάριζε ανήμερα το πάσχα
και την ουρά μοστράριζε η χαζοβιόλα τάχα
βεβαία πως μόνο τ’ αρνί θα πάθει το μοιραίο
έψαχνε μεσ’ στα πίτουρα για κάτι το ορέο
κι εκεί που αμέριμνη η κουτή η κότα τριγυρνούσε
την έπιασε απ’ το λαιμό και την ταρακουνούσε
μία χερούκλα, θιούλη μου, μια χέρα σαν τανάλια
ενός χοληστεροπαθούς, που τούτρεχαν τα σάλια
όπως αντιλαμβάνεσθε, η κότα εξεζουμίσθη
κι ο πολυλιπιδαιμικός σαφώς ανεκουφίσθη
διότι της κότας το ζουμί λιμπίστηκε να φάει
σαν είδε αρνόπετσα ευτυχής ο γείτων να ρουφάει
μέρα μαγιού το πίστεψες
πως μέχεις πάντα χάνο
έλεγες πως μ’ αγάπαγες
κι έμπαινες στ' αεροπλάνο
κι από το τζάμι κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
έφτυνες με τα σάλια σου
κι ύστερα έπαιζες τένις
γιωργάκη…
hellas το μεγαλείο σου φοβούμαι ν’ αναλάβω
διότι θα με νομίσουνε μοδέρνο εργολάβο
καθώς το μεγαλείο σου θέλει εργολαβίες
κι εμένανε η εθνομαγκιά μου προξενεί φοβίες
άρδην ευθύς αποχωρώ απ’ τις διεκδικήσεις
της μόστρας της αρχαιοπρεπούς που θες να εξασκήσεις
είμαι γυφτάκι στην καρδιά και στη νοοτροπία
κι έχω πατρίδα στη ζωή μόνο την ουτοπία
τέτοιες βλακείες που τσαμπουνώ θα με περνούν για ούφο
μετανεωτερικό πολλοί θα με θεωρούν ταρτούφο
κι ο τράχηλός μου, αλίμονο, φέρει ζυγό μονίμως
τωόντι της αυθάδειας είμαι ο γελοίος μίμος
μ’ αυτή την αυτοκριτική θαρρώ πως σοβαρεύει
η γιόρεξη για χαβαλέ που εξόχως περιττεύει
αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και δακρύζω
συγγνώμη τώρα σας ζητώ, σόρι που σας τα πρήζω
αρνιέται κι απαρνιέται κάθε του πόνου φράση
απτόητος και θαλερώς υποτυπώδης κίβδηλος
φρούδες ελπίδες τσαμπουνάει πριν να ριχτεί στη δράση
κι έτσι, λοιπόν, η ιστορία
πώς να πληρώσει εφορία
αφού η διάχυτη μωρία
μωραίνει ευθύνες κι απορία
του έλληνος ο παχυλός μισθός έγινε πια ψιλός
σίδερο η σαστιμάρα του που κόλλησε στη βράση
στο χώμα πέφτει ο δειλός γίνεται ο ίδιος σαν πηλός
η ανόητη η αντίδραση εν περιπτώσει πάσει
εθίμων νέα αλληγορία
τα συνδικάτα σε φορεία
το κοινοβούλιο σε χορεία
οποία φαντασμαγορία
Αλτ! Τις ει;
Μάλλον κανένα ζώον θα πέρασε, άδικα σκιάχτηκα.
Αλτ! Τις ει;
Κι όμως. Προχτές στον ωριλά στ’ αυτιά κοιτάχτηκα.
Στης Καρακάξας τη σκοπιά, δύσκολη η βάρδια.
Η μοναξιά υπάρχει εκτός απ’ τα ιμπέρια.
Τώρα νυστάζω κι η σημαία μού δίνει άδεια.
Μα πάντα τ’ όπλο θα κρατώ στα δυο μου χέρια.
Πόσο είν’ αστεία της αριστεράς η ζάλη.
Ένα τισέρτ πάντα ‘δειανό, μια χαζομάρα.
Σα χάος που χώρεσε σ’ αγύριστο κεφάλι
και βλαστημάει την ξεπεσμένη της τη φάρα.
Αλτ! Τις ει;
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σκοπιά φυλάω στην καρακάξαν
ούτε καθήκια άδειασα
ούτε προσμένω να γευτώ μόσχο που σφάξαν
μόνο σκοπιά φυλάω στην καρακάξαν
ούτε καθήκια άδειασα
ούτε προσμένω να γευτώ μόσχο που σφάξαν
βούρκωσαν τα μάτια μου
σαν τρελός κι εγώ λαγός στα συρματοπλέγματα
πρήσκονταν στο θάνατο η γλώσσα
του εγκεφάλου τις πτυχές μου απλώσαν
στο παζάρι
τυχερός φρουρός
θητεία ισόβια πάνω στα όρια
απ’ την κορφή ως την υπώρεια
- …
- Ακίνητος, αλλιώς πυροβολώ!!!
- … σαν τι να πουν οι έρημοι …
- Πίσω και σ’ έφαγα!
- … οι κοψοχρονισμένοι …
- Πίσω!!!
- …
- …
- …
- Ταγμένος να φυλάττω Θερμοπύλας
εις την σκοπιάν αυτήν έχω ποικίλας,
διά την ώραν να περνώ, δια πασατέμπο,
απασχολήσεις. Δεν μπορώ πλασέμπο
να τρώω χαπάκια. Προτιμώ τεκίλας …
- … και μη βαρυγκομάτε …
- Αλτ! Τις ει;
- …
- Ακίνητος!!! Είμαι τρελός εγώ!!! Έλα να παίξουμε. Αν κοτάς…
μα είναι πράγματα αυτά; ο νόσφυ αγριεύει,
στα άκρα θε να ισορροπεί, με το σκασμό θεριεύει,
τη βία στην παντιέρα του με πάθος ζωγραφίζει,
την ανεμίζει μανιακός, λουρίδες τηνε σκίζει
στα άκρα θε να ισορροπεί, με το σκασμό θεριεύει,
τη βία στην παντιέρα του με πάθος ζωγραφίζει,
την ανεμίζει μανιακός, λουρίδες τηνε σκίζει
και γω μες στη σκοπιά φρουρός, βλέπω μια μύγα πάνω
στη σπάθα μου και σαν τρελός απ’ το λαιμό την πιάνω
σηκώνω της το φτέρωμα, ζουλώ τη στην κοιλία
και παραγγέλνω τσίπουρο με πλούσια ποικιλία
στη σπάθα μου και σαν τρελός απ’ το λαιμό την πιάνω
σηκώνω της το φτέρωμα, ζουλώ τη στην κοιλία
και παραγγέλνω τσίπουρο με πλούσια ποικιλία
στην πύλη ο νόσφυ φτάνει, τον κώδωνα χτυπά
ο καπτα-φούρκας πιέζει ένα μπουτόν και να
ο φασισμός χλωμιάζει, κλουβιαίνουνε τ’ αυγά
που γέννησαν τα φίδια, για όποιονε νογά,
ο καπτα-φούρκας πιέζει ένα μπουτόν και να
ο φασισμός χλωμιάζει, κλουβιαίνουνε τ’ αυγά
που γέννησαν τα φίδια, για όποιονε νογά,
κι ο τρόμος που ειν’ της ηδονής το δίδυμο αδελφάκι
ουρλιάζει, τρέχει να κρυφτεί στο κοντινό δασάκι
κατουρημένος σκόνταψε σε ματωμένη πέτρα
κι οι αντιφασίστες τού παιρναν για το κασόνι μέτρα
άκουσα και το βουλώνω
και φρικιάζω και στεγνώνω
το μετείκασμα πλανεύει
σ’ αντικάτοπτρο σαλεύει
τους δεσμώτες μάς τραντάζει
η χυψή που δε συχάζει
οι μήδοι θα διαβούν στο τέλος,
δε θα ’χει μείνει ούτ’ ένα βέλος,
και πάνω στου χαλιού το πέλος
θα γονατίσει κάθε μέλος
θα είναι ο γουλιέλμος τέλλος
και ο σεξπιρικός οθέλλος,
από έλληνες, ο άγρας ο τέλλος
κι, ίσως, ο θοδωρής ο ρέλλος
ως το λαιμό χωμένος στο έλος,
θα με τραντάξει ένας γέλως,
σαν, το βρακάκι της αγγέλως
θα ιδώ, όχι ξαργού, μ’ αθέλως
αυτό είναι το μόνον σκέλος,
μόνο με ρίμα, δίχως μέλος,
στίχων εις –έλος και εις –έλως,
όπως, ας πούμε, της χοντρέλως
γιούργια και βουρ και φάτε τους
γιατί το παίζουν κάποιοι
μηδέ τους μη μαδάτε τους
τους μύδους που είναι σάπιοι
κι όταν η ώρα θε ναρθεί
που θα φτωχεύσει η χώρα
η έμπνευση δε θα βαρεθεί
σ’ αυτή την ανηφόρα
με στίχους μηδοπίλαφα
και με στροφές γκουρμέδες
θα σπάμε τα τραγέλαφα
να κλαιν παλιοτζουτζέδες
αμάν, παιδιά, τι φόρτιση
μ’ έπιασε μόλις είδα
στο σύνταγμαγανάκτηση
σαν ποντικοπαγίδα;
το σπίθα και το γιώργο το θαλάσση,
σπουδαία ελληνόπουλα στ’ αλήθεια,
στο νόημα κάποιος πρέπει να τους μπάσει
μου μοιάζουν, ξέρεις, λίγο κουτορνίθια
μα κι οι άλλοι, οι κρυστάλλινοι – καθάριοι
ιδιολογίας κοφτερής σωστοί δεσμώτες
είναι, κι αυτοί, στο αυθόρμητο αρχάριοι
φοβιούνται μην τους βγάλουν εξωμότες
ο μετρητής της διανοίας λαχανιάζει
τραβάει κουπί, εσένα λέει να μη σε νοιάζει
θεωρητικώς, τους αφελείς απέξω φράζει
οπορτουνίζει – τυχοδιώκει – τακιμιάζει
αναμονή, η ύλη απλώνει και ξαφνιάζει
απαρηγόρητος ο αυθόρμητος σφαδάζει
που χωρίς σκέψη εκατάντησε να βράζει
μες στο ζουμί του, που ακόμα θα κοχλάζει
μα τον ελίτα, κι αν τον χτύπησε τ’ αγιάζι,
μην τον επείτε ξοφλημένο, δεν τρομάζει
πεισμώνει, δέος εκπέμπει και πλαντάζει,
καθώς το κράτος το κεφάλαιο διασκεδάζει
αυτά τα χρόνια, μ’ άρεσε να κάνω χάζι
όλους τους τσίφτες που θα δούλευαν στη στάζι,
αν ζούσαν τότε – εκεί · και ως βραδιάζει,
χάνω το νου μου με γλυκιές πενιές στο σάζι
ο ψάλτης έχει φύγει, ο παπούλης δεν μιλεί
ζεστό το μεσημέρι, το στόρι χαμηλό
ιδρώνω σα να φόρια σακάκι καμηλό
πού παν οι ψαλμωδίες, πούναι τα τεριρέμ
μια σπίθα πάει νανάψει του δεξιού εξτρέμ
τη φλόγα – που θα κάνει μαντάρα τον καιρό,
μην το γελάμε διόλου, δε σβήνει με νερό
η αριστερά – οιδίπους με μάτια στα αίματα
αμήχανα κοιτάζει – γέρνει απ’ τα έρματα
που φορτωμένη χρόνια, θεωρίες και πρακτικές,
σέρνει τενεκεδάκια για δόξες λαϊκές
τέτοιαν αβεβαιότη ποτές δεν είχα δει,
μόνο στην ιστορία – γιατί ήμουνα παιδί
στης χούντας τις ημέρες – και τώρα νοσταλγώ
το όραμα να φέρνει να δω τον πελαργό
Όραμα δεν γεννάται, δεν βλέπω πελαργό
κι οι άλλοι τρων οψάρια, τσιπούρα και σαργό.
Μα όραμα αν είχα, ας ήταν και μαϊμού,
θα του ‘κοβα το βήχα του καθενός χοντρού.
κι οι άλλοι τρων οψάρια, τσιπούρα και σαργό.
Μα όραμα αν είχα, ας ήταν και μαϊμού,
θα του ‘κοβα το βήχα του καθενός χοντρού.
Τώρα χωρίς πυξίδα χαμένος προσπαθώ
να υφάνω την ελπίδα, στο πέλαο μη χαθώ.
“Ψωμί κι ελευθερία” – ν’ άκουγα μια κραυγή -
να ‘λεγα: κι η Ιστορία ψάχνει για χαραυγή.
Ας είναι. Κάτι βλέπω, εξάλλου, αδιόρατο:
δεν είναι τεφαρίκι, μα ούτε αόρατο.
Εδώ στης Ιστορίας τη φετινή καμπή,
εγκώμιο μωρίας – θαμπή αναλαμπή.
ο καθένας το δικό του κι ο ψωριάρης το σταυρό του
σε σημαία τον ανεμίζει και με ψιλομπαϊλντίζει
δεν μπορώ τις θεωρίες και τις στρέιτ – μέινστριμ θείες
δεν μπορώ και τις ανέσεις σε υποδόριες ενέσεις
δε μου λέτε τι συμβαίνει και τρεχάτη κατεβαίνει
καθεμιά καρακαλτάκα με κραγιόνια μες στη σάκα
κι έκαστος παρφουμεδιάρης και μοδέρνος κατεργάρης
εις τον πάγκο του ο καθένας μεταβάλει εις αρένας
τας σπουδαίας ονειρώξεις αντιστάσεων λοιμώξεις
με άμεση δημοκρατία και γοβάκι στην πλατεία
μια κοπέλα απ’ τα χαυτεία έψαχνε για πελατεία
βρήκε δέκα νοματαίους εις τον λόγον τους σπουδαίους
και τους έβαλε να δούνε σκάι για να κοιμηθούνε
- τι ειν’ η κακία;
- είν’ η βλακεία!
- σκέτη βλακεία;
- όχι ακριβώς.
όταν της έπαρσής της τη σημαία ξεδιπλώνει,
τότε, η βλακεία, την κακία εμψυχώνει
κι η φαντασία, ανυπεράσπιστη και μόνη,
απ’ της βλακείας την κακία που δυναμώνει,
ρωτά:
- τι ειν’ η κακία;
αυτό που νιώθω φθονερά να με γραπώνει;
- είναι η βλακεία σε μεγαλεία, μη σ’ αγχώνει,
δε βλέπεις; κόβει το κλαδί μ’ ενα πριόνι.
- μα εγώ ‘μαι πάνω στο κλαδί κι αυτή με σώνει.
- για να μπορεί πιο στοργικά να σε φιμώνει.
(πάνω σε μια ιδέα του νοσφεράτου…)
что товариш Яков ?
αδιάφορο. του στιχυθμού μου η ακατάδεχτη παντιέρα
(черно-красный флаг)
την πουτανιά της ιστορίας περιγελά
ποτές η καθημερινότη δε φελά
ποτές η πίστη δεν αμοίβει πονηρά αγγελάκια
δίχως περίσκεψη κι αιδώ και δίχως λύπη
θα αποσκιρτήσω απ’ του κρατήρα την αχλύ
ο προορισμός μου θα είναι πάντα οι ίδιοι κήποι
που αποκοιμίζουν τη λαγνεία τη σαχλή
και της παντιέρας οι παιάνες – χίλιοι χτύποι
τούτοι οι ήχοι σαν ιαχές παλιού πολέμου,
σαν την αιώνια – χωρίς νόημα – κραυγή,
θα τυραννούν τις σιτεμένες υποσχέσεις
το βάσανό τους θα δωρίζει την αυγή
κι η πίστη θα ‘ναι, μάγκα μου, έρμαιο του ανέμου
анархо-коммунизм сейчас !
Πάνω στα μπουρζουάδικα γίνεται φασαρία.
Τα χρόνια τούτα τ’ άδικα η ζήση είν’ αγγαρεία.
Χαπάκια χρόνια δώδεκα παίρνω να τη δαμάσω
την πίεση την άτιμη, μα πίνω και τον κράσο.
Μην είμεθα γκρινιάρηδες, κάτοικοι των σπηλαίων,
γιατί ο καθένας εμαυτός είν’ ένας – αλλά λέων.
Ο κόσμος εύκολος παλμός είναι, να το θυμάστε,
και η ανάλυση η πολλή μοιάζει με κοπιπάστε.
Αντιγραφή – επικόλληση των στοχαστών οι σκέψεις
στη φλούδα του εγκεφάλου μας – μα, αν θες να το πιστέψεις,
του κράτους οι μηχανισμοί, της ιδεολογίας,
κάνουν υπόγεια τη δουλειά κι άνευ απολογίας.
θα επιμείνω παρελθοντολογικώς
ο συνειρμός μου, ναι, μου μοιάζει λογικός
μοιάζει σ’ εμένα, που είμαι ολίγον χαλαρός
και δεν φοράω λακοστάκι ή γκυ λαρός
ο συνειρμός μου αποκρίνεται και να
μία πεποίθηση καινούρια αρχινά
πως και στα δίκτυα οι κρατικοί μηχανισμοί
ηγεμονεύουν – περισσεύουν οι ακκισμοί
δεν είν’ το κράτος εργαλείο ή μηχανή
μον’ είναι σχέση σε μιαν έρημο αχανή
κι οι ιδεολογίες είναι η άμμος η καυτή
που αλλάζει σχήματα και θέλει να κλαυτεί
γιατί ‘ναι η ίδια η πεποίθηση που ζω,
όπως νομίζω, κι όπως σκέφτεται ο κλουζώ
ιώτα μι κάπα σημαινόμενον γκαγκά
μας κατακλύζει απ’ την κούνια στα μουγκά
και τώρα, αριμπαντούμ:
αρίμπα, αρίμπα, αρίμπα μουτσάτσο
ειδήσεις δε βλέπω (και πώς να προλάβω;)
και πώς να αντέξω τον κάθε ένα τσάτσο
το βλέπω: με θέλουνε τώρα για σκλάβο
ειδήσεις δε βλέπω (και πώς να προλάβω;)
να δω αν τα ρομπότ διαφωνούνε στα πάνελ;
το βλέπω: με θέλουνε τώρα για σκλάβο
και τούτοι και κείνοι και σ’ όλα τα τσάνελ
να δω αν τα ρομπότ διαφωνούνε στα πάνελ;
σαλόνι, μπερζέρα, ωραία θα κάτσω
και τούτοι και κείνοι και σ’ όλα τα τσάνελ
αρίμπα, αρίμπα, αρίμπα μουτσάτσο
μονότονα τα βήματά μας
δεν οδηγούν ποτέ κάπου αλλού
η μνήμη σάρκες πεποιθήσεων βροχθίζει
οι αράχνες θέλουν αίμα απ’ τη μικρή ραλλού
δεν οδηγούν ποτέ κάπου αλλού
η μνήμη σάρκες πεποιθήσεων βροχθίζει
οι αράχνες θέλουν αίμα απ’ τη μικρή ραλλού
οι ουρανίτες δεν αντέχουν το στερέωμα
γλιστρούν και πέφτουν και βουλιάζουν μες στη λίμνη
οι φίλοι αγόρασαν για πούλημα στιγμές
κι η μνήμη πάλι αντιστέκεται στη μνήμη
γλιστρούν και πέφτουν και βουλιάζουν μες στη λίμνη
οι φίλοι αγόρασαν για πούλημα στιγμές
κι η μνήμη πάλι αντιστέκεται στη μνήμη
μονότονα κι αργά τα βήματά μας
σαν τις σταγόνες βρύσης χαλασμένης
από τη μύτη η πνοή σαν φτερουγίσει
της σαρκοβόρας της ζωής της μπαφιασμένης
με τους τερμίτες θα τα πιουν στη μοβ τη δύση
για της ζωής το δέντρο, αυτής της ξεσκισμένης
για τα στερνά σταχτιά τρεκλίσματά μας
γαμώ τα δακρυγόνα τους, κόντεψα να ποθάνω
μ’ αυτό το μεσοπρόθεσμο έχασα κάθε πλάνο
μα θα ’ν’ το μακροπρόθεσμο μακρύτερο ακόμα
για της αμφιβολίας μας το ενεδρεύον πτώμα
και για να γίνω πιο σαφής, όπως δε συνηθίζω,
αφού έτσι γλαύκας, όπως λεν, στο άθενς θα κομίζω,
η αμφιβολία για το παρόν το μέλλον προβοκάρει
κι οι ιδεολόγοι οι καθαροί κρυφτήκαν μες στ’ αμπάρι
είχα πλούσια τα ελέη
να ’ν’ τα δάνεια καλά
και γουστάριζα L.A.,
λοφτ και λίμο κι οπα-λά
είχα πάρει και τζιπούρα
και διαμέρισμα πεντάρι
μια cayenne σκέτη φιγούρα
για να φύγω απ’ το χαϊδάρι
τώρα πάει, τα κατασχέσαν
και τη λίμο και το λόφτι
να τα φαν όπως τα χέσαν
και καθόλου δε με κόφτει
στο χαϊδάρι πια γυρίζω
μα δεν έχω πια δουλειά
κι έτσι πάω και καθαρίζω
από κάθε κουτσουλιά
τα παρμπρίζ από των άλλων
τα κουρσάκια που μπορεί
να μην είχαν τέτοιον κάλον
στον εγκέφαλο, μωρή
θα μου πεις τώρα τι φταίει
και τη λέω και μωρή
από μπίζνες δεν κατέει
ούτε εμφιλοχωρεί
σε υποθέσεις, όπως είχα
πριν την κρίση χρεωθεί
υποθέσεις σκέτο σίχα-
μα που η σκέψη με ωθεί
να ξεχνώ, να μανουριάζω
για το γκόλντεν όνειρο
που είναι πλέον εφιάλτης,
σουγιαδάκι αιχμηρό
με τα στιχίδια αυτά
σας χαιρετώ, λοιπόν, προσώρας
τα λέμε πάλι πιο μετά
εις τας ιδίας πάντα χώρας
της μοναξιάς παράγγειλα φτηνή παραγγελία
να πάει να βρει την ξενιτιά να κάνει αναγγελία
πως το φτηνό το πίτουρο οι κότες δεν το τρώνε
κι εσέ απ’ το χέρι που κρατώ, ώ ψυχοφθόρε πόνε
να σε κρατήσουν όμηρο για λίγο να γλιτώσω
να μη σε βλέπω σα λαγό που κάνει τον καμπόσο
να σε κρατήσουν μακριά στης ξενιτιάς την πόλη
που μου ’θρεψε τη μοναξιά, μου πίκρανε τη σχόλη
ξέρω πως μοιάζει με νερό που απόβλητα βρωμίζουν
που χύνονται στα διάσελα ανύποπτων ορέων
κόρη του καπιταλισμού η μοναξιά που βρίζουν
και ανιψιά που εξόργισε ο κραταιός ο Κρέων
τρελός λαγός σε κοίταξε
με βουρκωμένα μάτια
η γλώσσα του, ναι, πρήσκονταν
με στίχους αλμυρούς:
γλώσσα παστή στ’ αλάτια
εν τω μέσω της νυκτός
ο σκοτάδης ο πηκτός
είν’ ο κόσμος μου μικτός
συναισθύτης ο στικτός
συναισθυτική νοημοσύνη
δια του θύματος το μοκασίνι
αν ο κόσμος θέλει καταισχύνη
θέλει και μοδέρνο μαρκεζίνη
θέλει και άλφα γιούρομπανκ σε γάμο
θέλει μοκασίνι για το γράμμο
για το βίτσι θέλει να εκδράμω
και να ηττηθώ, να πέσω χάμω
θέλω, θέλω, θέλω ρε οθέλλο
όλοι μοκασίνι κι όλοι βέλο
σαν το φευγαλέο τους τσερβέλο
άντε, ρίχτο ρε μαγκίτη ρέλλο:
το όνειρο του πάρι
ειρήσθω εν παρόδω
θα κόψω ένα ρόδο
θα έχω σχέδια φρούδα
με ζαρωμένη φλούδα
θα κλείσω και το μάτι
στο παλαιό ραχάτι
και θα αυτομολήσω
το αίνιγμα να λύσω
η ζωή του πάρι
ανόητος και πένης
ο πάρις της ελένης
θα ζήσει στη φενάκη
πως εν δυνάμει αρνάκι
η μοίρα του τον θέλει
δουλειάς – δουλείας κουρέλι
κι η γης που του αρμόζει
σα στόμα θα δεσπόζει
είμαστε, όντως, μόνο εμείς και μόνο αυτοί;
αυτοί οι ευρωπαίοι και εμείς ανατολή;
μιαν αλλοτρίωση, βρε, μοναχά περνάμε;
κι αντί για μέλι καταπίνουμε χολή;
κι αυτά που μάθαμε μικροί, να τα ξεχάσω;
πως η πατρίς είναι αλά καπιτάλ κολπάκι
και πως δεν έχω τίποτάλλο για να χάσω
απ’ το επίχρυσο χαϊτεκ αλυσιδάκι;
να τα ξεχάσω; εξίσταμαι και απορώ
εντάξει, είχε και ο βέμπερ ένα δίκιο
πως το κεφάλαιο για να πιάσει το χορό
θέλει ιδέες απ’ των προτεσταντών το λύκειο
μα κι εδώ πέρα, του διαφωτισμού τα φώτα
μας ετυφλώσαν εξαρχής, διανοητές μου,
τη φυσική εξέλιξή του χειροκρότα·
ωχ, κάπου ξέχασα τους πυροκροτητές μου!
θέλω, να πω, λοιπόν, κι εγώ, που σαν την τέτοια
πάλι πετάγομαι και λέω εξυπνάδες,
πως και για τα καινούρια μας σεκλέτια
κράτος – κεφάλαιο δεν είναι …αρσακειάδες
ίσως σκατά να πάτησα και κάτι μου βρωμάει
απόβλητα είναι ζωικά σαν την οργή του μάη
απόβλητα – πράξις σοφή – εξέλιξης σημάδι
σε σχήμαπροσδιόριστο το βρωμερό κουράδι
αμάν, επηρεάστηκα κι όλο σκατολογάω
και σκατολάγνο μείπανε που δεν τομολογάω
καθήλωση στο πρωκτικό άλλοι μούχουν προσάψει
γεια σου ρε φρόιντ μέγιστε, κάνεις μεγάλη θραύση
παπούλη σόρι αν βρώμισε και πλάκωσαν και μύγες
το βλέπω παρασύρθηκα και κάνω λάθος ξήγες
ίσως τα μέτρα φταίξανε κιέχω σχεδόν φλιπάρει
τι λέω σχεδόν, εφλίπαρα: ασήκωτα τα βάρη
από μιαν άποψη ευτυχώς, θα ελαττωθεί κι η βρώσις
σπανίως πια θα χέζουμε, καλά μη με μαλώσεις…
τα μέτρα που μας πήρανε λες νάταν για κασόνι;
ακούω ήδη ρέκβιεμ και φιδαριό με ζώνει
εις την αρχή ενόμισα πως κάτι θα μας ρίχνουν
στις υδατοδεξαμενές, κάτι σαν απαθίξ,
μα κι απ’ την εμφιάλωση ίδια οι μελέτες δείχνουν:
οι ναρκωμένοι καρτερούν να έρθει η μεγάλη νυξ
όπως το βλέπεις σταθερή, νόσφυ, δεν έχω σκέψη
τη μια στον τάφο ρέπω ευθύς, την άλλη παίρνω λάμες
και όλαυτά, φανταστικά · η οργή γίνεται θλίψη
κι η θλίψη πάλι φτερουγάει κι αρπάζει γιαταγάνι
καμιά φορά τη σκέφτομαι την πιο πικρήν αλήθεια
το από πού βγαίνει η δύναμη (από στόματα ή στόμια)
της ουνιδάδ της ποπουλάρ η αλήθεια με τρελαίνει
στο τέλος, πια, κατάκοπος γέρνω να ξαποστάσω
και λέω: θα πάρω τα βουνά, σάμπως ο ζαρατούστρας
ενός αϊτού το πέταγμα τυφλά νακολουθήσω
να μη λυγίσω σα δεντρί που στο βοριά χαλιέται
να βλέπω ανθρώπους, να γελώ, απ’ τα ψηλά λημέρια
να κρώζω και νανατριχιούν όλοι οι ξεβολεμένοι
που σαν εμένα, που έχανα ό,τι είχα ψευτοχτίσει,
τις μέρες που σιμώνουνε, της θερμιδόρ τις μέρες
μαπελπισιά θα ξεγεννούν, με πάθος θα ματώνουν
πανάθεμα την ανθρωπιά και τις στρουχτούρες όλες
υπεύθυνος μετανεωτερικός;
θαυμάσια· τουρίστας φοβικός.
με πρόγραμμα, με πούλμαν και σεμνός
ο σύγχρονος, ω Κύριε, αμνός
έι!
όποιον δεν είναι υπεύθυνος, οι υπεύθυνοι λεν σκάρτο
τα νούφαρα στο βάλτο, απροσάρμοστα επιπλέουν
όνειρα καταναλωτών, θέαμα δίχως άρτο
οι υπεύθυνοι συντρίβονται, αιμορραγούν και κλαίουν
είκοσι θάτανε θαρρώ, χιλιάδες βέβαια, λεύγαι
εις της θαλάσσης το βυθό, εμπνεύσεις ριμαδόρων
μια λέξη βρήκα τώρα δα, αν δεν τη θέλεις ψέγε
ως δωριείς τους ποιητάς μετά ριμών ως δώρων
ως τεχνική το συνιστώ, μην καταλήγεις σε εύγε
του στίχου το απόσταγμα κι ας είναι στιγμιαίο
σ’ αυτή τη γνώμη αν διαφωνείς, καλύτερα για λέγε
(αυτό το ριμαδιάρικο ήτο ακαριαίο)
η κρίσις κρίνει τον κριτήν, της κρίσεως το κρίμα
το χάλι μαύρο κι άραχλο που θα μας πνίξει κύμα
μην τον κοιτάς τον ουρανό, μάννα δεν βρέχει πλέον
αυτό το καρυδότσουφλο, πριν βυθιστεί, ήταν πλέον
μην τον κοιτάς τον ουρανό, μάννα δεν βρέχει πλέον
αυτό το καρυδότσουφλο, πριν βυθιστεί, ήταν πλέον
τον πλόα του τον ζήλεψαν τουρίστριες που ψάχναν
να βρουν βαρβάτον εραστήν και να μην βγάζουν άχναν
να βρουν βαρβάτον εραστήν και να μην βγάζουν άχναν
εις την ελλάδα που είχανε μάθει στην ιστορία
αναζητούσαν, το λοιπόν, ηδονική χορεία
σε στάσεις λάγνας έμπνευσης, του μνημονίου εμπνεύσεις,
βρέθηκαν και τις έβλεπες κι έλεγες πως θα εκπνεύσεις
μα οι στάσεις ήτανε πολλές κι η κρίση που σοβούσε
συνέχεια τις εξίταρε που τους τον ακουμβούσε
φτάναν σε κρίση μανιακή, κανιβαλίστριες γίναν
τρώγαν εφέδρους που πιο πριν το σπέρμα τους επίναν
οι αγορές οργίαζαν σ’ ένα τρελό μεθύσι
του υπαλληλάκου ο θάνατος που είχανε ποθήσει
τις έκανε να λιώνουνε και να ουρλιάζουν ράους
οι κυβερνώντες, δε, στυγνοί κι όπως τους θέλαν: πράους
απίστευτο, μας ρούφαγαν με το μπουρί της σόμπας
το αίμα και μας φούσκωναν με το έμβολο της τρόμπας
φτάσαμε πίσω, δηλαδή, στα χρόνια του πενήντα
σαν παραλόγου θέατρο χωρίς καμιά κουίντα
γι’ αυτό αποκαταστήσαμε και τον ζαχαριάδη
που τόσα χρόνια του έπρεπε κομματικό σκοτάδι
δεν είμαι ζαχαριαδικός, ούτε καν με τον άρη
μ’ έχουν κλειδώσει σ’ ένα υγρό, με ποντικούς, αμπάρι
δεν έχω μνήμη, ούτε καιρό να μάθω άλλες στάσεις
με εξαντλήσαν οι φριχτές της κρίσης καταστάσεις
όμορφη και παράξενη αρίδα
άπλωσα· κι από πάνω την ασπίδα
έβαλα για προφύλαξη απ’ τα βέλη
που μου πετούσε – κι έφριξα – η έλλη
άπλωσα· κι από πάνω την ασπίδα
έβαλα για προφύλαξη απ’ τα βέλη
που μου πετούσε – κι έφριξα – η έλλη
των στίχων το παράλογο τρυπάνι
με σώζει προς στιγμήν από του αλμπάνη
τις αποφάσεις που κουτρουβαλάνε,
με διαλύουν· τ’ ορίζει μου χαλάνε
με σώζει προς στιγμήν από του αλμπάνη
τις αποφάσεις που κουτρουβαλάνε,
με διαλύουν· τ’ ορίζει μου χαλάνε
με σχέδιο αυτοσχέδιο ίσως να κινηθούμε
στο πλέγμα τού στιχοπλεκτού κάτι να μιμηθούμε
όμως η ποίησις ασθενής δεν είναι από την κρίση
θαρρώ η κρίση τη ζωή με ποίηση θα κεντρίσει
αν ασθενεί η ποίησις είναι η δική μας κρίση
που στάζει ρίμες συλλαβές σα χαλασμένη βρύση
μα σύντομα η κρίση αυτή στην κοινωνία όλη
θα μας χαρίσει τα φτερά του έρωτα στην πόλη
κι αν ίσως, πάλι, εμείς μικροί και φοβισμένοι πάμε
στης ποίησης το ραντεβού τους στίχους για να φάμε
στο στόμαχο θα κάτσουνε σα νά ‘ταν αγκωνάρια
ενώ θ΄ακούμε από μακριά μια μαγεμένην άρια
το στίλβον το ποδήλατο την ποίηση αναπτύσσει
δεν έχει τέλος η εκδρομή, δεν έχει αρχή η πτήση
μας σώζει και μας τυραννάει, μας τρώει και μας ξερνάει
όσο αντέχει η κούτρα μας για να την κυβερνάει
της ποίησης η κυβέρνηση, σκέτη δικτατορία
που στίχοι – προλετάριοι, αχόρταγα θηρία
σαν καπετάνιοι στα βουνά, τη βάρκιζα ξεχνούνε
κι εξήντα χρόνια αργότερα τούς αποκαθιστούνε
στου κρεμασμένου το τσαρδί κρεμάλες φέρνουν δώρα
στη μαραμένη μας γωνιά, βασανισμένη χώρα,
με στίχους – ξύλινα σπαθιά θ’ αντισταθούμε πάλι,
η ήττα θα ‘ναι η νίκη μας, κανείς μην αμφιβάλλει
…να πέφτει, να γκρεμίζεται, τα μούτρα του να σπάει
και στις ειδήσεις να τον λέει, στη νετ, η έλλη στάη
να λέει πως είναι έλληνας – τι τάχα να σημαίνει;
και στις ειδήσεις να τον λέει, στη νετ, η έλλη στάη
να λέει πως είναι έλληνας – τι τάχα να σημαίνει;
μια ποίησην ανορθόγραφη, στριγκλιά στην οικουμένη; –
να λέει πως έχει πρόγονους, πως έχει ιστορία
και να καυχιέται διαρκώς σαν τη σπανομαρία
πως μία τρίχαν έβγαλε και θε να την ξυρίσει,
πως την τριχοφυΐα του τη βάρεσεν η κρίση.
να μην ξεχνάμε, το λοιπόν, ποιος είν’ ο προορισμός μας
πως είν’ της δυστυχίας μας πηγή ο πολιτισμός μας
πως μένουμε ξεβράκωτοι και σον κιλότ στο τέλος
κυρίως μέσα στην ψυχή, στο απύθμενο το έλος
τον κόσμο αυτόν που χτίσαμε κανείς αν δεν γκρεμίσει
θα γίνουν τα συντρίμμια του η δοξασμένη στύση
των ιδεών που κάποτε, σαν τους επιδειξίες,
μπαμπούλες τις προτάσσαμε, τις ψωρο-αυταξίες.
καθότι θάναι ροκενρόλ τουτέστιν ψευδολύση
σαυτή την κρίση σα μωρά βυζαίνουμε τις δόσεις
μα πρέπει νάχουμε σουξέ, σπουδαίες επιδόσεις:
όλοι να γίνουμε φτωχοί, χαρούμενοι όμως, δούλοι
αλυσοδέστε μας· εμείς, θάμαστε πάντα μούλοι
σαυτή την κρίση είμαστε αριθμοί χωρίς αξία
είμαστε νούμερα νεκρά στην κυριολεξία
έγινε ο μπέτης μας γυαλί και φαίνεται η καρδιά μας
μας πήραν και τα σώβρακα, μας κάψαν τα τσαρδιά μας
Η θειάκα η Τερψιθέα,
είλωτας νικητής,
δωμάτιο με θέα
δεν είχε, να τη δεις.
Μία ζωή στασίδι,
ψυχή γονυπετής
στου πόνου το ταξίδι·
πάντα να υπηρετείς.
Και Βάμπιρας ακόμα
γίνηκες· κι οι μικροί,
το τρομερό το στόμα
θύμηση είχαν πικρή.
Η Πετεσέα η θειάκα,
Παπούλη, οφειλή σου
να φτάσει στην Ιθάκα
μ’ έν’ απ’ το μπλογκ φιλί σου.
ζηλεύουνε, δε θέλουνε να χαίρονται τ’ αλάνια
και τώρα μας κουρεύουνε τα γαμημένα δάνεια
μα εμείς θα τη σαλτάρουμε και στην καρότσα επάνω
πάλι θα τη ρεφάρουμε (αυτό είναι το πλάνο)
κουρεμένο γίδι που πας στο πανηγύρι
δεν το πιστεύω ήδη να σ’ έχουν διεγείρει
το παγερό ψαλίδι του άτεγκτου σου κύρη
και όλα τ’ άλλα είδη για εκούσιο χαρακίρι;
εμένανε μου το πανε:
σγούψε το σβέρκο κόπανε
κοντά έλα κυρ-κωστάκη
κοντά στο ψαλιδάκι
επήρανε και μηχανή
ψιλή, λεφτή και λαχανί
από του δαμοκλέους
γωνία με σοφοκλέους
σε γεγονός πιστωτικό
(δεν ήταν δα και μυστικό)
οδήγησε το χρέος
που φέραμε βαρέως
είμαστε δυο, είμαστε τρεις
όμως μην ψάχνεις να μας βρεις
φύγαμε γι αυστραλία
λόγω η δυσκολία
άσε που, όπως τραγουδούν οι φοιτητές στους δρόμους,
σε κάθε μια γωνιά, παντού, θα δεις αστυνομία
κι αναρρωτιούνται, το λοιπόν, ποιοι φτιάχνουνε τους νόμους
κι αν πράγματι άλλαξαν πολλά το 73…
εντάξει, τώρα, μη πιαστείς, δε λέω, άλλο οι φασίστες
ξέρω πως είσαι ευαίσθητος σ αυτό το μέγα θέμα
αλλ ας μην το χουν άλλοθι κι ετούτοι με τις λίστες
της κοινωνίας των προγραφών, που μας παγώνουν το αίμα
μα πιο πολύ, ο μαζοχιστής, γουστάρω τιμωρία
για όλα όσα έκανα εδώ και τόσα χρόνια
που τάξη μέση το παιζα όπως πολλά κωθώνια
αν εσύ ψηφίσεις ναι,
φοβισμένε αχινέ,
λες η χώρα να σωθεί
λίγο πριν ερημωθεί;
κι αν εγώ ψηφίσω όχι
και με πιάσουν στην απόχη
λες να διαλυθεί το κράτος
απ’ τον ψήφο αυτομάτως;
αν εσύ ψηφίσεις όχι,
διαφανείς οι ψηφοδόχοι,
θα το μάθουν στην ευρώπη
πως δεν ξέρεις από τρόποι
κι αν εγώ ψηφίσω ναι,
θε να πιάσω έν’ αμανέ
να μ’ ακούσουν ως τη βόννη,
τις βρυξέλλες, τη σορβόνη
βάλε μέσα όχι και ναι,
ναι και όχι ρεφενέ,
έτσι – και με ναι και μ’ όχι –
θα πιαστούνε όλοι οι στόχοι
ήσυχα κι απλά
κι έτσι θα λένε πια τα σύκα κάσιους και τη σφήκα σκάφη
χαράμι τρώνε το ψωμί μας τα σκυλιά
καθώς το λέει ο ασίκης πιρ σουλτάν
ο μαυρουδής νάτος κρατάει τη θηλιά
θάνατος τζάμπα κι η ζωή μας δωρεάν
Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα σκύλο
που στους φασίστες γαύγιζε χωρίς μπαρδόν.
Όταν με κοίταζε, με αγάπη και με ζήλο,
σα να υποσχόταν για το μέγα του προσόν.
Μα ένα βράδυ, σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα,
φόλα του ρίξαν οι φασίστες – που αν τυχόν
χαμπάρι έπαιρνα καμιά παλιοκουφάλα,
θα ήμουν άτεγκτος ευθύς κι αναφανδόν.
Αυτό το κάτι που κατάλαβα, και μένει,
είναι πως πάντα κυριαρχεί ο κρετινισμός
και τη δημοκρατία την έχουνε χεσμένη.
Άπλωσε ρίζες ο στυγνός βιοφασισμός.
Ποιος έχει κρίση τελικά; Μην είναι πανδημία;
Μόνος, σαν σ’ έρημο, τραβώ, πάντα μ’ αμφιθυμία.
Ούτε βαρύς, ούτε αχός, μήτε ψελλίζει κάποιος.
Ο κόσμος είναι ζόρικος, ο νόμος είναι σάπιος.
Γιατί τραβάνε το σκοινί; Και τι κουπί τραβάνε;
Όλο ερωτήσεις, δηλαδή, ενώ σου λένε κάνε
λιγάκι ακόμα υπομονή, μην είσαι απελπισμένος,
θα πρέπει πάντοτε, παντού, να είσαι πεπεισμένος.
Έρημος εδώ.
Η αμμοθύελλα, ριπές.
Ακούει κανείς;
Χάικου είναι.
Τίποτες άλλο. Μόνο
χάικου είναι.
Πέθανε, μωρέ, πέθανε, πάει η μοναχοκόρη,
πάει η Σβετλάνα, έφυγε, μία βδομάδα πριν.
Δεν είχε, μη φαντάζεσαι, πολύ σπουδαίο στόρι,
μα ούτε καμπαρετζού ποτέ δεν ήταν, φερειπείν.
η οικογένεια έσβησε. Κονκάρδες πού θα βρω
ν’ απεικονίζουν τον Ζοζέφ με το παχύ μουστάκι;
Ένα κερί τής άναψα. Έριξα ένα ευρώ.
Και ‘γω ποιος είμαι; Ο Ζορό; Μην είμαι ο Ποπάυ;
Στο βήμα ετούτο χραπ και χρουπ και μπαμ και μπουμ κουμπούρες
ακούγονται. Μα η ζωή δεν είναι για φιγούρες.
Πεινάει ο κόσμος. Ο ντουνιάς πονάει κι υποφέρει
Οι νέοι στην κατάθλιψη. Κι οι γέροι ένα χέρι
ζητούν βοήθειας. Μα πού; Μαύρο πουλί πετάει.
Μην είναι η Καρακάξα μας; Στ’ αλήθεια, Παπς, σκορπάει;
the Mississipi Magpie Rag - Eric Baumgartner
Trio Gitan - Musette for a Magpie by dominicrivron
Η παράθεση των σπαραγμάτων από την εκπροσώπηση, δια του Tamistas, του μπλογκ MHNYMAL στην Καρακάξα, ακολουθεί χρονολογική σειρά, σ' ένα διάστημα από τις 4 Μαρτίου μέχρι την 1η του Δεκέμβρη του 2011. Η διαδοχή τους παρακολουθεί την εναλλαγή των εποχών, των διαφόρων θρησκευτικών και εθνικών εορτών, έτσι ώστε ορισμένα από αυτά θα μπορούσαν να απαγγελθούν σε διάφορες εκδηλώσεις, εκπομπές κλπ. Επίσης, παρακολουθεί συχνά την ταχέος μπαγιατέματος επικαιρότητα, με αποτέλεσμα ορισμένα να παρατίθενται αν και αναφέρονται πχ στην ιστορία του δημοψηφίσματος ή στον κάποτε φημολογούμενο πιστωτικό εκμαυλισμό της πατρίδος, ακόμα και στο θάνατο της κόρης του Στάλιν· κι αυτό, για δύο λόγους: για την ανεξάρτητη μπλογκοτεχνική τους αξία, αλλά και σαν μια υπενθύμιση των ασήμαντων γεγονότων της χρονιάς που πέρασε. Η επιλογή των σπαραγμάτων έγινε αρκετά πρόχειρα, σίγουρα σήκωνε περισσότερο ξεσκαρτάρισμα. Εξαιρέθηκαν από την επιλογή αυτή τα κομμάτια που επέστρεψαν στη βάση MHNYMAL, μεταποιούμενα, βέβαια: το τρεχαντήρι, I heard it through the gravepine, στίχοι υπέρ δημοσίου, ω παραποίηση, ΜέΛΑΙΝΑ ΧΟΛή, η κυρία Κικίδη - Μουλά...
Ξεχωριστά, παραθέτουμε και μιαν ακόμα παραποίηση, αυτή τη φορά πονήματος που πρωτοφανερώθηκε εδώ, σ' αυτό το μπλογκ, του θνητού εμαυτού:
στο θάνατο των αλλονών
προβάρω το δικό μου
άνευ γλυπτών αναπολών
τον βλάσθημο σηκό μου
στα κενοτάφια το δεινό
το άλγος του καμάτου
κι αν τεχνηέντως προσπερνώ
κάποτε πέφτω κάτου
ο χρόνος, παρανόηση
όσων γροικάς και φτύνεις
θα σου πουλάνε πτόηση
καθώς θα επεκτείνεις
τις λύσεις που περιχαρής
ο χρόνος ο καημένος
στον έρωτα πάντα υδαρής
ψάχνει κατατρεγμένος
της ψυχοπέμψης ηχηρού
μοιρολογιού αναλόγια
στηρίζουν τέλους καψερού
στίχους και ψιλολόγια
όπως αυτά των λέξεων
τον θάνατο που πλήξαν
και το επεισόδιο της ζωής
θεωρείται πλέον λήξαν
the Thieving Magpie (Rossini) by TokyoXtreme
μοιάζει
να λέει στην Καρακάξα "ποτέ πια"·
όπως του Πόε εκείνο το Κοράκι,
όπως ρωτούσαμε προχθές για ποια γιαπιά
χωρίς να βγάζουμε απ' τον ώμο το δισάκι.
Πρώτα είπα: κλίνατε επ' αρί.
Τώρα:
αν κάνω κλικ στην πρώτη καρακάξα,
θα πετάξουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου