Ο θάνατος περιφέρεται κάθε μέρα τριγύρω, περιέχει τη ζωή, λίγο πιο κοντά, λίγο μακρύτερα, γίνεται είδηση για τους πολλούς και συντριβή για τους λίγους, τάμαθες; πέθανε ο δείνα, τάμαθες; ο τάδε έπαθε κατάθλιψη μετά τον θάνατο του δείνα. Κάποτε είναι βαρετός, και πάντοτε κουραστικός αυτός ο περί θανάτου λόγος, τόσες και τόσες βλακείες γι' αυτόν, που δεν μπορείς ούτε αυτός να λες γι' αυτόν, αρσενικός πάντως, κανείς δεν διεκδίκησε το πολιτικώς ορθόν περί του γένους του θανάτου, περί του φύλου ούτε λόγος, δεν είναι δα και άγγελος, πώς να τον λέγαμε, αυτό, ουδέτερο; μην είναι μόνο φόβος καταχωνιασμένος; μα μόνο ουδέτερος δεν είναι ο αμακατζής, αλλά να που ξαναρχίσαν οι βλακείες, οι αοριστολογίες που αναδεύουνε τα κατακάθια των απωλειών μας που είναι κληρονομιές, είμαστε κληρονόμοι του άταφου βιωμένου χρόνου, της αδέσποτης μνήμης.
Ο φονιάς του φύλακα βρέθηκε νεκρός στο κελί του. Ρέντα. Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Παπαγιώργη, που ο αδερφός του είχε πεθάνει στον ύπνο του κι εκείνος έγραψε στο Περί Θανάτου, προτελευταία υποενότητα του Περί Μέθης, νάναι καλά και η μποτίλια που μας απάλλαξε από την πληκτρολόγηση:
Άπειροι αυτοί που πέφτουν και κοιμούνται τον αξύπνητο. Πεθαίνουν στις μάχες και στους ωκεανούς, στον αέρα, στο διάστημα και στις μεγάλες λεωφόρους· πεθαίνουν στα σπίτια τους και στα εργοστάσια· πεθαίνουν περπατώντας ή σε στιγμές αφροδίσιας παραφοράς· πεθαίνουν στις κλινικές και στα νοσοκομεία· πεθαίνουν από δηλητήριο, πιστόλι ή μαχαίρι, από ξένα ή από δικά τους χέρια· πεθαίνουν θέλοντας και μη. Το φαινόμενο είναι τόσο οικείο και καθημερινό ώστε ενδιαφέρει μονάχα τους στατιστικολόγους. Αρκεί όμως, σαν κάννη, να το στρέψει κανείς προς τον εαυτό του για να γίνει εν ριπή οφθαλμού σκάνδαλο. Πεθαίνουν οι άλλοι, η ανώνυμη μάζα ή τα πιο κοντινά πρόσωπα —άλλα κι εγώ;
Μολονότι όλη η νεκρή ανθρωπότητα το μαρτυράει εν χορώ, ο θάνατος παραμένει για τον άνθρωπο κάτι απαράδεκτο και ακατανόητο. Γενικά την κρυπτική της βαθύτητα η ζωή την οφείλει πιθανώς στο ότι την διάγουμε ολόκληρη, ή το μεγαλύτερο μέρος της, με τη βασανιστική σκέψη μιας στιγμής που είναι απολύτως αδύνατο να βιώσουμε. Εξ ου και οι αμήχανες εκφράσεις: «έχασε τη ζωή του», «πεθαίνει» κτλ. Κανείς δε χάνει τη ζωή του... Κανείς δεν πεθαίνει σε ενεστώτα... Τη στιγμή του θανάτου ο άνθρωπος δεν υπάρχει. Ακόμα και στην τελευταία του στιγμή δε «χάνει» ούτε «πεθαίνει» —απλώς ανήκει στη ζωή.
Όσο λογικό δαιμόνιο κι αν διαθέτει ο θνητός, του είναι αδύνατο να κατανοήσει το πέρασμα από την παρουσία στην απουσία, να δεχτεί την ελάχιστη στάχτη που αφήνει το καμένο του κορμί. Σαν τερατώδης άρνηση της ζωής, ο θάνατος παραμένει το απροσπέλαστο. Κανείς ζωντανός δεν τον γνωρίζει κι όσοι τον «γνώρισαν» δεν μπορούν πια να μας μιλήσουν. Σκοτεινός ορίζοντας στις ακρώρειες της ζωής, αλλά και αθέατη σκιά πίσω από κάθε μας πράξη, απειλεί σιωπηλά και στη σιωπή καταδικάζει όσους τον «βιώνουν».
Αυτή την αλλόκοτη μη βιωσιμότητα του θανάτου ο Επίκτητος τη χαρακτήριζε πολύ απλά: ουδέν προς ημάς. Δεν μας αφορά.
Κι ο Επίκουρος, στη γνωστή του φράση, όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου παρέστιν, όταν δε ο θάνατος παρή, τοθ' ημείς ουκ εσμέν. Που θα πει, όταν είναι παρών ο διοικητής του μέλλοντος των υπερσυντελύκων εμείς απουσιάζουμε· κι όταν θα απουσιάσουμε αυτός θα είναι πια παρών. Στο Σύνδρομο Αγοραφοβίας, όπου ο Παπαγιώργης εξομολογήθηκε την έκτιση μιας εξοντωτικής ποινής πανικών, κληροδότησε στον άγνωστο τυχαίο αναγνώστη μιαν αποτύπωση με λέξεις του βάσανού του στην κηδεία του αδερφού του. Ένας γιατρός, έγραψε, του αποκάλυψε το πραγματικό όνομα του συνδρόμου του: άγχος θανάτου.
Από το νου μου πέρασαν όλα τα είδη πτώσεων, λιποθυμίας, κατάρρευσης, λιποψυχίας. Φυσικά, δεν έγινε τίποτε. Ο αδελφός μου με κράτησε για άλλη μια φορά στο ύψος μου. Έβρεχε, θυμάμαι, κρατούσαμε τις ομπρέλες· κι εγώ, μέσα σε ένα μαύρο παλτό του πατέρα μου, παρίστανα τον αληθινό.
Τι να πιεις; παραμένει το ερώτημα. Γιατί το τι να πεις οδηγεί στον λάθος δρόμο της απόδρασης στη φυλακή του λόγου, της σκέψης δηλαδή. Αλλά, τι να πιεις; κι η σκέψη ότι η σκέψη είναι λόγος, συνάρθρωση των λέξεων που τη συνιστούν, είναι μια σκέψη, είναι λόγος, που αν τη διώξεις και παραδοθείς στα μουγκρητά, μόνο μια σκέψη θα σ' έχει σπρώξει να το κάνεις, άσε που η γλώσσα σου θά έχει καταδικαστεί σε οικτρή ειρκτή. Μαρτύριο. Έτσι τελειώνει το Περί Μέθης:
Κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη και κάθε μεγαλοβδομάδα μια μικρή, κάθε Απρίλης θάβει κάποιον Μάρτη και κάθε χρόνος κάποιον άλλο χρόνο, ο αιώνας θάβει τον αιώνα και μέχρι την έλευση του μεγάλου ενιαυτού το μαύρο γάλα προσμένει να γαλουχήσει τις γενιές των θνητών. Αλλά η μέθη δεν πρέπει να πέφτει στα χέρια των γυναικών και των εφήβων. Οι γυναίκες μεθάνε μόνο με έρωτα, ενώ η ήβη δεν έχει ικανή υποψία της νύχτας. Οι ευγένειές της έχουν το σφυγμό των θετικών πλευρών της ζωής. Μόνο ό άντρας που είναι αληθινά βασάνης, τιμωρημένος από τη σκέψη και την ηδονή, μπορεί να πετάει τις σάρκες του στα όρνια. Γι' αυτόν μιλάει ο στίχος του Μποντλέρ: χωρίς φόβο και τύψη θα γείρω καταγής να κοιμηθώ σαν το σκυλί.
Από τον Οδυσσέα του Τζόυς η πρώτη φράση, περί τεθνεώσης Πέμπτης και Παρασκευής νεκροθάφτισσας, από τη Νέκυια, απ' όπου και οι σκέψεις του Λεοπόλδου Μπλουμ, δια του Καψάσκη: να θάβαμε όρθιους τους νεκρούς για εξοικονόμηση χώρου ή/και να χρησιμοποιούσαμε ένα είδος φέρετρου με σανίδα που γλιστράει και τους αφήνει στο βάθος του τάφου για εξοικονόμηση ξύλου. Τι να πιεις, τουτέστιν. Κι ο λόγος περί Παπαγιώργη και Περί Μέθης. Κλείνοντας.
Ό,τι κι αν της πουν, η απόλυτη μέθη αποκρίνεται με τα λόγια του Δάντη: Non son colui che credi: Δεν είμαι εκείνος που νομίζεις. Απλούστατα δεν είναι τίποτα. Μια φλόγα που σβήνει και δεν θα ξανανάψει στον αιώνα. Σαν το χοντροκέφαλο μοσχάρι ο μεθυσμένος δεν θέλει να διδαχτεί τίποτα. Μόνο η πτώση του τον ελκύει.
Απρίλη, μάγκα νεκροθάφτη
του δισυπόστατου του Μάρτη,
ο μεθυσμένος που είδες κάτω να λασπώνεται
να, βάζει μπρος τα δυο του χέρια και σηκώνεται.
Μα ως πότε άραγε θα κάνει το κουμάντο;
Μα ως πότε άραγε θα κάνει το κουμάντο;
Κάποτε θάρθουν της διοικήσεως τα κομάντο.
Ξερός θα μείνει· κασονάτο θα τον πάρουνε
τα κωλοπαίδια, τα τσιράκια, βρε, του Χάρου. Ναι.
Ξερός θα μείνει· κασονάτο θα τον πάρουνε
τα κωλοπαίδια, τα τσιράκια, βρε, του Χάρου. Ναι.
Μπάτσοι, γουρούνια, δολο-φόνοι,
ΑπάντησηΔιαγραφήγρήγορα πίσω στη μαμά σας ρεεεε!!!
Seydan