Τελικά δεν έχει νόημα να οργίζεσαι και να επαναστατείς ενάντια σ' όλη την ανθρωπότητα. Αυτοί είναι προφανώς οι μόνοι αντικειμενικοί εφικτοί δρόμοι της ιστορίας και θα πρέπει κανείς να τους ακολουθεί, χωρίς όμως να κάνει λάθος στην κύρια κατεύθυνση. Έχω την αίσθηση ότι όλος αυτός ο ηθικός βούρκος πάνω στον οποίο περπατάμε, αυτό το μεγάλο τρελοκομείο που ζούμε, μπορεί να μεταπηδήσει απ' τη μια μέρα στην άλλη στο αντίθετο - σα να τον άγγιξε μια μαγική ράβδος - σε κάτι απίστευτα μεγάλο και ηρωικό. Κι αν ο πόλεμος κρατήσει μερικά χρόνια ακόμη - όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να γίνει αυτό.
Τότε αυτοί ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι που τώρα προσβάλ- λουν μπροστά στα μάτια μας το όνομα άνθρωπος, θα προχωρήσουν με ηρωισμό μπροστά, όλα τα σημερινά θα σβηστούν, θα εξολοθρευτούν και θα ξεχαστούν, σα να μην υπήρξαν ποτέ. Αυτή η σκέψη μου φέρνει άμετρη χαρά και την ίδια στιγμή μέσα μου υψώνεται μια φωνή που ζητάει αντίποινα και τιμωρία: Πώς μπορούν να ξεχαστούν και να μείνουν ατιμώρητες όλες αυτές οι παλιανθρωπιές; Κι αυτό το σημερινό κατακάθι της ανθρωπότητας, πώς μπορεί να προχωρήσει αύριο με υψωμένο κεφάλι, και πιθανά στεφα- νωμένο με δάφνες, στα ύψη της ανθρωπότητας και να βοηθήσει στην πραγματοποίηση των υψηλότερων ιδανικών; Αλλά έτσι είναι η ιστορία. Ξέρω καλά ότι δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν οι λογαριασμοί της "δικαιοσύνης" κι ότι πρέπει να τα δεχτεί πια κανείς όλα έτσι.
Ρόζα Λούξεμπουργκ,
Γράμματα από τη Φυλακή
Μέσα Νοέμβρη 1917
μτφ. Σταύρος Κρασαδάκης
εκδ. Οδηγητής
βέγγος - σαλταδόρος
Ζηλεύουνε δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε,
μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μα 'γω πάντα βολεύομαι γιατί τήνε σαλτάρω
σε καν' αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατ' έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα περνάμε.
Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα
κάνε ντου και σήκω φεύγα.
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα 'μεις δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.
του Μιχάλη Γενίτσαρη
και του Κατσαρού, που το 'μαθε στην Αμερική
από την αντιστασιακή αδερφή του
Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
εκείνο που φοβήθηκα είν' η κομαντατούρα.
Όταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ' όλο πόζα,
πηδάω στ' αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλα.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
κι έτσι θα ξαναρεφάρω.
Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε,
γιατ' έχουνε πολλά λεφτά και φίνα την περνάμε.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω.
Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε,
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω.
τότε (1941)
και τώρα (2011)
Όχι. Δεν γίνεται να μιλάμε αόριστα για Γερμανούς, Γάλλους κι Ιταλούς, να βλέπουμε τους πρώτους συλλήβδην σαν Μέρκελ ή Ρέσλερ, τους δεύτερους σκέτους Σαρκοζήδες, τους άλλους Μπερλουσκόνηδες ή ξέρω 'γω τι. Υποθέτω ότι δεν επιθυμούμε οι λοιποί Ευρωπαίοι να μας κόβουν - συλλήβδην - για Παπανδρέου ή Πάγκαλους ή Σαμαράδες ή δεν ξέρω τι. Και, ήμαρτον, το σαλτάρισμα, το υποδηλώνει κι ο τίτλος, μεταφορικό είναι. Μεταφοραί - Παρομοιώσεις - Κοσμητικά Επίθετα. Όλα στη φόρα. Αντίθετα, εδώ δεν σαλτάρουμε για να περάσουμε μόρτικα με τις μπενζίνες και τα πετρέλαια που έχουνε πολλά λεφτά και γι' αυτό τα κυνηγάμε. Έχουνε πολλά λεφτά και μας κυνηγάνε και κοντεύουμε να σαλτάρουμε. Αυτό είναι. Όχι, δεν τη φοράω τη σαλταδόρικη ιδεολογία - κακέκτυπο της κυρίαρχης καταστροφικής βλακείας. Ένα ψέλλισμα που ντρέπεται και φοβάται να γίνει κραυγή, αφού δεν μπορεί να ξέρει το μετά. Αυτό θα πει θα σαλτάρω.
Σα να κοιμόμαστε και να ξυπνήσαμε μέσα σε λήθαργο. Αν κάτι μας εξαναγκάζει σε κατενάτσιο, οι δικές μας πεποιθήσεις είναι, οι στριμωγμένες στο αστείο όνειρο που έσβησε απότομα, χύθηκε σε μια στιγμή σαν από σπασμένη στάμνα. Χρειάζεται καιρός. Όμως το πρώτο βήμα είναι έξω από το σπίτι, έξω απ' τη δουλειά. Αφού δεν προλάβαμε να οργανώσουμε αλλιώς τους χώρους και το χρόνο μας, ας γιορτάσουμε τους σπασμούς του τέρατος με αυθόρμητα γέλια.
Το ερώτημα τής Ρόζας Λ. πριν από εκατό χρόνια πώς μπορούν να ξεχαστούν και να μείνουν ατιμώρητες όλες αυτές οι παλιανθρωπιές βρίσκει το ίδιο πρόσφορη τη δική της απάντηση, πως δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν οι λογαριασμοί της "δικαιοσύνης" κι ότι πρέπει να τα δεχτεί πια κανείς όλα έτσι.
Όλα στη φόρα.
Σ' αυτή τη χώρα, 'δειάζει
το μεροδούλι
Μοιάζει μ' αστείο.
Και μ' αριστείο κράζει:
Ζήτω οι δούλοι.
Όλ' αλλαγμένα.
Για μένα, δεν αξίζει
να νοσταλγήσεις.
Μην πας στα ξένα.
Σπασμένα φτύνει, βρίζει
και θα λυγίσεις.
Απολογήσου.
Αν τρέμει η γη σου, φύγε
μήπως γλιτώσεις.
Αθλίων τρόμος.
Κενός ο νόμος, διήγε
πλήθος αμβλώσεις.
σωστα
ΑπάντησηΔιαγραφήδυστυχώς.
ΑπάντησηΔιαγραφήτουλαχιστον μας εμεινε η ...μετουσιωση
ΑπάντησηΔιαγραφήό,τι μπορείς
ΑπάντησηΔιαγραφήόσο μπορείς
κι όπως το μπορείς.
υ.γ
http://miadomatadenferneitinanoixi.blogspot.com/2011/01/blog-post_14.html
σύμφωνοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήκι ευτυχώς που μπορώ και διαβάζω απευθείας το σχόλιο και όχι δι' ημέηλ...
χα χα χα λίγο τόχεις αυτό;
ΑπάντησηΔιαγραφήδ