πάθος δεινό κι αλλόκοτο
άδηλος η αιτία
η ορμή περιμανής για την αγχόνη
μυστήριο στου θάνατου τ’ αλώνι
λόγοι και δάκρυα γονιών
παρηγοριές των φίλων
δεν πιάσαν τόπο ντίπου
μωρέ
τι ’τανε κείνο το κακό
λοιμός αλλόκοτος του αυτοχειριασμού
μανία για την παρηγοριά τη μόνη
για την απέραντη του πέλαου σαστιμάρα
πάθος ν’ απαλλαγούν απ’ της ζωής το βάσανο
σοφία ανυπέρβλητη
μ’ ανυπεράσπιστη στου ντροπιασμού
τον αιφνιδιασμό
του ανασασμού η σαγήνη
πάγωσε
στης εντροπής εσύρθηκε
την πιο φριχτή απειλή
λες κι η ευωδιά απ’ τον κήπο του θανάτου
φώλιασε μες στις μύτες τους
μιλήσιες παρθένες
να κρεμαστούν αποζητούσαν
την τελική ηδονή ποθούσαν
με πανουργία ξεφεύγαν απ’ όσους τις αγάπησαν
που θα πει
όχι πως θέλαν να τις φχαριστήσουν
με διευκολύνσεις για το φρενιασμένο τάξιμό τους
αλλά πως με το ζόρε, με ζωή
πασχίζαν να τις βασανίσουν
για του στυγνού εγωισμού την εξουσία
ενός νουν έχοντος ανδρός η πονηριά
έσωσε τους οικείους απ’ την οργή του πόνου
που όταν κοπάζει
έχει σαλέψει τα μυαλά
τα πτώματά τους
θα περιέφεραν
γυμνά
και
με το νόμο
έτσι
η ντροπή του σώματος
νίκησε κατά κράτος
τον πόθο
του θανάτου
οι νόμοι
πάντα αργούν για κάποιους
μα κάποιους άλλους τους μποδίζουν τη ζωή
και της μιλήτου τις παρθένες
ο νόμος
τις απάλλαξε απ’ τη γλύκα του θανάτου
μα
είδατε ποτέ σας πτώματος πρόσωπο
να κοκκινίζει από ντροπή;
ή
μήπως
μάθατε για νόμο που να καταργεί το θάνατο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου