Το 2011, έτος Παπαδιαμάντη, δίνει την ευκαιρία να ξαναγίνουν συζητήσεις για το έργο του Σκιαθίτη συγγραφέα, ιδιαίτερα από τους ειδικούς. Δίνει και το ερέθισμα στους μη ειδικούς να διαβάσουμε ή να ξαναδιαβάσουμε κάποια έργα του. Η φροντισμένη έκδοση των απάντων του από το Βήμα περιέχει διορθώσεις σε σχέση με την έκδοση του «Δόμου» από τον επιμελητή Δημ. Μαυρόπουλο και τον φιλολογικό επιμελητή Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο. Εξάλλου, για πρώτη φορά εκδίδεται το διήγημα «Το Γιαλόξυλο», που ανακαλύφθηκε πρόσφατα σε εφημερίδα του 1905. Και, εξίσου σημαντικό, οι 15 τόμοι είναι χρηστικοί, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε με τους μεγάλου μεγέθους τόμους της έως τώρα εγκυρότερης έκδοσης, του «Δόμου».
Αυτή η εγκυρότητα οφείλεται στον σημαντικότερο μελετητή του Παπαδιαμάντη, στο Χαλκιδέο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο. Σε μια συνέντευξή του στο Βήμα της 22ης Μαΐου 2011, διατυπώνει για πολλοστή φορά τις θέσεις του για ένα έργο στο οποίο έχει αφοσιωθεί. Δεν παραλείπει να επαναλάβει ορισμένες εμμονές. Ο «εκκλησιασμένος» Παπαδιαμάντης, είναι αυτό και μόνο: εκκλησιασμένος. Που θα πει, δεν εξηγείται με άλλα, εκτός από τα θεολογικά, μεθοδολογικά εργαλεία. Κατ’ επέκταση, θεολογικά και μόνο μπορούμε να τον προσεγγίσουμε ως αναγνώστες.
Ο Ν. Δ. Τ. έχει ξεκαθαρίσει δημοσίως τη θέση του από το 1978, τουλάχιστον, όταν απευθυνόμενος στους κοινωνιολογίζοντες παπαδιαμαντολόγους, είχε επιμείνει ότι «ο Παπαδιαμάντης δεν είναι κοινωνικός συγγραφέας, αλλά θεολόγος» και είχε αναγάγει τη θεολογία σε «κατ’ εξοχήν χώρο του Παπαδιαμάντη». Ο ίδιος ο συγγραφέας, πάντως, χαρακτηρίζει το γνωστότερο έργο του «κοινωνικό μυθιστόρημα». Στις τελευταίες σειρές τής Φόνισσας, αναφέρει πως «νεανίδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της».
Άραγε η δεδομένη προσήλωση στη θεολογική γραφή επιτρέπει τη θεώρηση του μυστηρίου του γάμου ως κουκουλώματος; Τι είναι αυτό που οδηγεί τη φόνισσα Χαδούλα; «Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της». Δεν είναι αυτή η κοινωνική θέση της γυναίκας, όπως την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας; Πώς φτάνει να γίνει φόνισσα; Τη σπρώχνουν λόγοι κοινωνικοί, που τη βαραίνουν, τελικά, ψυχικά. Τη διαταράσσουν. Έτσι το ένιωσα κι όταν την ξαναδιάβασα.
Επιστροφή στη συνέντευξη στο Βήμα. Όχι για την κοινωνιολογική, αλλά για την ψυχαναλυτική προσέγγιση στον Παπαδιαμάντη ερωτάται ο κ. Τριανταφυλλόπουλος. Η απάντησή του: «Μου θυμίζετε πράγματα στα οποία είμαι αλλεργικός. Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του βίου και του έργου του Παπαδιαμάντη δεν φελάει ντιπ καταντίπ. Ο Παπαδιαμάντης είναι άνθρωπος “εκκλησιασμένος” και δεν τον πιάνουν οι μοντέρνες σολομωνικές».
Τι εννοεί άραγε σολομωνικές; Μαγείες, ανοησίες, ή, απλώς, δυσνόητες θεωρίες; Μάλλον το πρώτο, αφού ο εκκλησιασμός προστατεύει από δαύτες. Ασφαλώς καθένας μπορεί να αντιλαμβάνεται όπως θέλει τις ανθρώπινες σχέσεις. Όμως, ακόμα κι αν είναι έγκυρος μελετητής του έργου ενός συγγραφέα, ή μάλλον ακόμα περισσότερο τότε, οφείλει να είναι ανεκτικός στις διαφορετικές προσεγγίσεις αυτού του έργου. Αυτό το τελευταίο, ισχύει, νομίζω, γενικά. Προφανώς, ο Ν.Δ.Τ. δεν είναι αλλεργικός στην ψυχαναλυτική ερμηνεία του Παπαδιαμάντη, αλλά στην ψυχανάλυση. Που δεν φελάει ντιπ κανένα και για τίποτα. Αν, λοιπόν, κάτι δεν πάει καλά με τη θέση που παίρνει, αυτό οφείλεται στη διατύπωση. Δεν λέει ξεκάθαρα τη θέση του «απορρίπτω την ψυχανάλυση ως μοντέρνα σολωμονική». Λέει, «δεν τον πιάνουν». Όταν η θέση εκφέρεται από τον Ν.Δ.Τ. προσλαμβάνει την εγκυρότητα της επιστημονικής μελέτης (το ερευνήσαμε, δεν τον πιάνουν) και όχι της αντι-επιστημονικής καθολικής απόρριψης μιας «επιστημονικής ηπείρου».
Τι είναι, όμως, η Φόνισσα σύμφωνα με τον Ν. Δ. Τ.; Και πάλι είναι ξεκάθαρος, αυτή τη φορά στην εισαγωγή του στην έκδοση του Βήματος: «Ο Παπαδιαμάντης φρόντισε να μην αφήσει καμιά αμφιβολία στον αναγνώστη για το ερμηνευτικό κλειδί – ή το κινούν αίτιον – της Φόνισσας» αφού, επαναλαμβάνει ο επιμελητής, «…η ειρκτή και η Κόλασις ήτο μέσα της» για να προσθέσει «Η φιλανθρωπία, λοιπόν, της Φραγκογιαννούς είναι καθαρός δαιμονισμός, όπως δαιμονισμένου έργα ήταν και οι φόνοι του Ρασκόλνικωφ».
Η «Εφημερίς» του Κορομηλά, δημοσίευσε το 1889 σε συνέχειες το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Το έγκλημα και η Τιμωρία», σε μετάφραση Παπαδιαμάντη. Στον πρόλογο του έργου ο Εμμανουήλ Ροΐδης έγραφε: «Τοιούτους εἶχεν ὁ ἡμέτερος συγγραφεὺς συντρόφους καὶ συνεργάτας, οἵτινες καίτοι τοιαῦτα κηρύττοντες δὲν ἦσαν ἐν τούτοις, ὡς ἤδη εἴπομεν, κακοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ μόνον «Δαιμονισμένοι» (Μπέσοι) ὡς ἐβάπτισεν αὐτοὺς ἐν τῷ οὔτω ἐπιγραφομένῳ ἀθανάτῳ ἔργῳ του, ἀφοῦ κατώρθωσεν ὁ ἴδιος ν’ ἀπαλλαγῇ τοῦ μηδενιστικοῦ δαιμονίου, ἀναγινώσκων τὸ Εὐαγγέλιον ἐν Σιβηρίᾳ». Για να προσθέσει, αμέσως μετά: «Καὶ μετὰ τὴν τοιαύτην ὅμως ἀπαλλαγὴν ἀπομένει, κατὰ τὴν γνώμην αὐστηροτέρων τινῶν κριτῶν, νοσηρόν τι καὶ ἀνισόρροπον ἐν τοῖς πλείστοις τῶν ἔπειτα ἔργων».
Πέρα από τη δυσκολία σύγκρισης απόψεων που εκφράζονται με χρονική διαφορά μεγαλύτερη του αιώνα, ο Ροΐδης, αφού ταυτίζει τον συγγραφέα με τον ήρωά του, σχεδόν ταυτίζει και το «μηδενιστικόν δαιμόνιον» με «νοσηρόν τι και ανισόρροπον», από το οποίο δεν τον απάλλαξε η εν Σιβηρία ανάγνωση του Ευαγγελίου. Στην περίπτωση του Ν. Δ. Τ., η δαιμονισμένη Φραγκογιαννού, που έχει μέσα της την κόλαση, νοείται ως τέτοια από τον εκκλησιασμένο δημιουργό της. Αν και δεν γράφεται, συμπεραίνω ότι, όπως για κάθε δαιμονισμένο, η σωτηρία της περνάει από τον εξορκισμό.
Στις 35.400 περίπου λέξεις της Φόνισσας, εμφανίζονται από μία φορά οι λέξεις «δαιμονία» και «δαιμονικόν»: Διαβάζουμε «…της ήρχετο αληθής λιποθυμία, ωσεί ανωτέρα τις, δαιμονία θέλησις να ήθελε να καλύψη το ψεύδος της» και «…οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα. Ανωρθούντο, ως έμψυχοι, και κατεδίωκον την Φραγκογιαννού, και την ελιθοβόλουν, ως να εσφενδονίζοντο από αοράτους τιμωρούς χείρας». Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποίησε και το παραλογίζω –ομαι, το παραλογισμένος: «Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της. Είχε «παραλογίσει» επί τέλους», «Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τί έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη», «Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα·», «…πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ'αυτά τα πάθη της…». Κι ακόμα, εμφανιζόμενη η φόνισσα «αλλοφρονούσα» και «ως εν αλλοφροσύνη και εν πλάνη ονείρου», επαναλαμβάνει «ο Θεός μ’ έστειλε».
Παρασύρθηκα σε φιλολογίζουσες, ή δεν ξέρω ‘γω τι, αναφορές, μόνο και μόνο για να φανεί ότι δεν είναι, δα, κουφό το να αναγνώσει κάποιος με ψυχαναλυτική διάθεση τη Φόνισσα, ως ευρέως γνωστό παπαδιαμαντικό παράδειγμα γραφής. Σε καμιά περίπτωση αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει μονοδιάστατα ένα συγγραφέα, να ισχυριστεί ότι μπορεί να αποκαλύψει με μέθοδο τις προθέσεις του. Και, αν και ηχεί αρκετά ψυχαναλυτικό, ο ίδιος ο συγγραφέας δεν γνωρίζει τα βαθιά του κίνητρα. Ας μην ξεχνάμε ότι η ψυχανάλυση και η ψυχιατρική αποτελούν πυλώνες των εξουσιών στη ζωή μας. Και ότι ο ψυχαναλυτικός λόγος διαχέεται μοριακά και επικαθορίζει πολλαπλά τις σκέψεις και τις σχέσεις μας. Πόσο μάλλον, όμως, συμβαίνει αυτό με τον ορθόδοξο χριστιανικό λόγο. Και όχι πόσω μάλλον.
Εν κατακλείδει, ας απολαύσουμε τον Παπαδιαμάντη και, αν θέλουμε, ας τον ερμηνεύσουμε όπως θέλουμε, χωρίς δαμόκλεια σπαθιά, είτε φιλολογικά, είτε ψυχαναλυτικά, είτε ότι να ’ναι, να απειλούν την ευχαρίστηση και τις εξηγητικές επιλογές μας. Όπως τον απόλαυσαν ο Φλώρος Φλωρίδης, ο Μιχάλης Σιγανίδης και ο Κώστας Βόμβολος, δημιουργώντας πριν από χρόνια το μουσικό σχήμα Wutu Wupatu, από το ομώνυμο διήγημα Γουτού Γουπατού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου