Ο ιχνηλάτης,
ο πρόσφορος,
αυτός με το πλατύ καπέλο
ο συμπαθής ιθαγενής,
κατέχει επάξια
τη θέση έξω-αριστερά στη μνήμη μας.
Συνήθως,
οι πληρωμένοι ανιχνευτές
τις καλοκαιρινές βραδυές,
κινούνται προς τα δεξιά.
Ευδιάθετοι,
ακολουθούν τα βήματα του σεναρίου
και πρόθυμα εξευτελίζονται αδειάζοντας
στο πλάι μιας σκηνής επουσιώδους
ένα μπουκάλι ουΐσκι.
Είναι ινδιάνοι,
εξομώτες, μα ωστόσο
ινδιάνοι.
Τι και αν πρόθυμα προδίδουν τη φυλή τους
για ένα ρόλο ταπεινό.
Τι κι αν το όνομά τους αναγράφεται
στη θερινή οθόνη,
αφού τα φώτα ανάψουν,
κι αφού εκμαυλιστεί ο άσπρος τοίχος
μ’ αυτό το φως που εξισώνει
την προτύπωση των πράξεων τους
με τη θολή αϋπνία μας.
(-Φάγαμε το χοτ-ντογκ,
ήπιαμε μπύρα,
ας πάμε περπατώντας.
-oχι, ας πάρουμε ταξί. Νυστάζω.)
Οι ινδιάνοι από μικροί
μαθαίνουν προσευχές,
τα βήματά τους συντροφεύουν
τ’ απόκοσμα όνειρά μας
κι είναι γνωστό
ότι απ’ το Μάρτιο και πέρα
δεν τρώνε ζάχαρη-
-έτσι αποφεύγουνε το τσίμπιμα
των κουνουπιών.
αυτόν
τον Αύγουστο
με άλλους στίχους
μπλογκοσφαιρόβιους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου