Αυτός ο κατακερματισμένος κόσμος δεν ήταν η δική μου επιλογή
Δεν ήταν καν δικός μου, ήταν
Δική μου η αδυναμία να τον συγκροτήσω
Ή έστω να τον αποφύγω κάπως
Ξύπνησα κάτω από δέντρα που δεν άγγιξα
Κι είδα το χέρι μου ν' αγγίζει τον κορμό
Σε παραλίες που έφτιαξα με πρόχειρο ουρανό και έσπασαν
Από ένα κύμα που κατέκλυσε το μάτι
Χνώτο ζεστό στους πάγους, αύρα καταμεσής στην έρημο
Πάνω απ' τις πόλεις ξύπνησα
Να τρέχει η ανθρώπινη αγέλη
κυνηγημένη από έναν ίσκιο εκκωφαντικό
Κι οι πυροβολισμοί με σήκωσαν
Ανάμεσα στα θραύσματα απ' τους καθρέφτες μίας λέξης
Όλα παράταιρα κι αδύνατον να ανασυσταθώ
Γέλια κακόβουλα και βογγητά
Από τα στόματα που κάποτε την είχαν υποφέρει
Τη γλώσσα αναδεύοντας αργά
Αλλά ποτέ ποτέ απ' τα δικά μου χείλη σ' αγαπώ
Άκουσα βήματα του αγνώστου
Πάνω στα χιλιοπατημένα εγκαύματα του δάσους
Τα χιλιοπατημένα ερείπια. Καλώδια, γυαλιά και άγρια σίδερα
Οι ανοιγμένοι θώρακες με τα πουλιά φευγάτα κάπου αλλού
Είδα ν' ανθίζει φλύαρη η κερασιά κι ανάμεσα απ' τα κλαριά της
Το πρόσωπό σου αναζήτησα αλλά
Πώς να συνθέσεις πρόσωπο ανθρώπου και με ποια υλικά
Να το αναγνωρίσεις ναι, να το αντικαταστήσεις ίσως
Με χίλια πρόσωπα από πριν, με χέρια αμήχανα μα πουθενά
Κάτι απτό, ξετύλιξα τη γάζα και ξεγύμνωσα
Το μυτερό επιτύμβιο θα προσκυνούν λυγίζοντας
Τ' αγριολούλουδα στον άνεμο που γράφει "συνεχίζω"
Και απ' τον υπνόσακό μου σφραγισμένη να παραχωρώ
Στους αποδομητές μου χρόνο, στα μιλιούνια των ανίκητων μαχών
Ρόδα εξόριστα απ' τη μνήμη, από τα τείχη
Πόλης υπέργηρης που πέφτει και ενώ
Μπουλούκια λυμαίνονται
Ό,τι έχει απομείνει, ό,τι θα μπορούσε να μας χαρίσει
Λίγες ακόμα αληθινές αναμνήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου